- ὑποσκαφιόκαρτος
- ὑποσκᾰφῐόκαρτος, ον, ([etym.] κείρω) of hair,A cut somewhat in the σκάφιον fashion (v. σκάφιον (A) 11), Nicostr. Com.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσκαφιόκαρτος — ον, Α αυτός που είναι κουρεμένος κατά τον σκυθικό τρόπο κουρέματος, που ονομαζόταν σκάφιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος» + καρτός (< κείρω «κουρεύω»] … Dictionary of Greek
ὑποσκαφιόκαρτον — ὑποσκαφιόκαρτος cut somewhat in the masc/fem acc sg ὑποσκαφιόκαρτος cut somewhat in the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)